- βαραίνω
- (Μ βαραίνω)1. γίνομαι βαρύς2. προκαλώ αίσθημα βάρους, στενοχωρώ3. σκληρύνομαινεοελλ.Ι. 1. έχω βάρος, είμαι βαρύς2. στενοχωρούμαι, αγανακτώ3. στενοχωρώ κάποιον4. πιέζω κάποιον μετο βάρος μου5. επιβαρύνω κάποιον6. γέρνω, λυγίζω από το βάρος7. (για ασθενή) παρουσιάζω επιδείνωση, χειροτερεύω8. (για ηλικιωμένο) καταβάλλομαι, εξασθενώ9. είμαι αξιόλογος, υπολογίσιμοςII. (η μτχ. παθ. παρακμ.) βαρεμένος, -η, -ο-1. φορτωμένος2. στενοχωρημένος3. ενοχλητικός4. θηλ. έγκυος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ρ. βαρύνω κατά τα σε -αίνω (πρβλ. απαλαίνω απαλύνω, βαθαίνω-βαθύνω κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.